- πωγωνοφόρος
- -α, -ο / πωγωνοφόρος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει γένεια, πωγωνίας, γενειοφόροςνεοελλ.(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα πωγωνοφόραζωολ. μικρό φύλο θαλάσσιων βενθόβιων εδραίων λεπτόσωμων και επιμήκων ασπονδύλων με 110 περίπου περιγραφέντα είδη που χαρακτηρίζονται από τις σαν γένια κεραίες τους στο πρόσθιο άκρο τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πώγων, -ωνος «πιγούνι, γένι» + -φόρος*. Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pogonophora].
Dictionary of Greek. 2013.